Σουρούπωνε, όταν οι οδοιπόροι έφτασαν σε μια μικρή κωμόπολη, που βρισκόταν στην όχθη ενός ποταμού, κοντά στον σιδηρόδρομο. Μπαίνοντας στην πόλη, ρώτησαν κάποιον περαστικό, αν υπάρχουν εκεί γύρω πιστοί άνθρωποι. Εκείνος τους έδειξε ανάμεσα στα ψηλά έλατα ένα μικρό περιποιημένο σπιτάκι, πλησιάζοντας στο οποίο αντίκρυσαν δύο χαριτωμένα παιδάκια, που έπαιζαν μπροστά στο κατώφλι και λίγο παραπέρα μία, απασχολημένη με κάτι, περιποιημένη νεαρή γυναίκα, η οποία βλέποντάς τους χαμογέλασε φιλικά. Φτάνοντας πιο κοντά, οι επισκέπτες έπιασαν κουβέντα μαζί της, λέγοντας ότι είναι άνθρωποι πιστοί και ψάχνουν μέρος για διανυκτέρευση. Η οικοδέσποινα τους υποδέχθηκε με ξεχωριστή εγκαρδιότητα, προσκαλώντας τους στο σπίτι καί διαβεβαιώνοντάς τους, ότι τ' αδέλφια είναι πάντοτε ευπρόσδεκτα. Ταυτόχρονα κάλεσε και τον σύζυγό της, που εκείνη την ώρα ήταν απασχολημένος στον λαχανόκηπο. Εκείνος με την σειρά του ήρθε αμέσως και αφού τους χαιρέτησε θερμά, κάθησε μαζί τους, ενώ η οικοδέσποινα έσπευσε να ετοιμάσει το τσάϊ.
Οσο να βράσει το σαμαβάρι, άρμεξε τις δύο αγελάδες τους και έστρωσε γρήγορα το τραπέζι. Και τι δεν έβλεπες επάνω, μεγάλα κομμάτια βούτηρου, μια γαλατιέρα με κρέμα γάλακτος, λογιών λογιών μπισκότα, βραστά αυγά και εξαιρετικό λευκό ψωμί.Ολ' αυτά τραβούσαν το βλέμμα των πεινασμένων επισκεπτών. Η τεράστια λάμπα φώτιζε το κάτάλευκο τραπεζομάντηλο και το λαμπερό σαμαβάρι σφύριζε
χαρούμενα. Υστερα από λίγο, φορώντας μια κατάλευκη ποδιά μπήκε η γλυκειά οικοδέσποινα, προτρέποντας στον άνδρα της να καλέσει στο τραπέζι τους αγαπητούς επισκέπτες. Καθώς όλοι πλησίασαν στο τραπέζι, ο σύζυγος έκανε μια σύντομη προσευχή, ζητώντας την ευλογία του Θεού,ευγνωμονώντας Τον για την αγάπη, την φροντίδα Του, για τους αγαπητούς επισκέπτες, παρακαλώντας να τους κρατήσει στην πίστη και ευχαριστώντας για την τροφή που τους χάρισε. Ο Τιχομίρωβ δεν είχε δεί στην ζωή του τόσο πλούσιο τραπέζι και δεν είχε βρεθεί ποτέ σε τόσο φιλόξενη και γλυκειά οικογένεια, οπότε βλέποντας όλα αυτά, η ψυχή του πλυμμήρισε από αγαλλίαση και κατάνυξη. Τα παιδιά, πήραν κ' αυτά τις θέσεις τους στο τραπέζι και τρώγοντας παρατηρούσαν με προσοχή τους ξένους και παρακολουθούσαν την συζήτηση.